προδραμών

προδραμών
προτρέχω
run forward
aor part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακούω — ΝΜΑ 1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ 3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”